- χορνπάιπ
- το, Νάκλ.1. πνευστό όργανο που μοιάζει με αυλό2. παλαιός βρετανικός χορός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hornpipe «είδος πνευστού μουσικού οργάνου» < horn «κέρας» + pipe «σωλήνας, αυλός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.